χλωροφάγος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating green food, Hp.Vict.2.49.

Greek (Liddell-Scott)

χλωροφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων χλωρὰν τροφήν, χλόην, ἄν συμπατήσῃ φυτουργὸς τὴν χλωροφάγον κάμπην Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. κ. Καλλιθέαν Δ΄, 53· - χλωροφᾰγέω, = χλωράζω, Ἱππιατρ. σ. 41, 17.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που τρώει χλωρή τροφή, χλωρό χορτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -φάγος].