χραίσμημα
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., v.l. in Nonn.D.33.369.
German (Pape)
[Seite 1368] τό, = χραίσμη, Nonn.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, ΜΑ χραισμῶ
χραισμήϊον.
ατος, τό, = foreg., v.l. in Nonn.D.33.369.
[Seite 1368] τό, = χραίσμη, Nonn.
-ήματος, τὸ, ΜΑ χραισμῶ
χραισμήϊον.