ἀποκάλυφος
English (LSJ)
[κ], ον,
A uncovered, κεφαλή Ph.1.141 (s.v.l.); ἀ. αἰγιαλός land cultivable only when the water receded, BGU640, CPR 32.7 (s. v.l.); ὀψ[ί]μως ἀποκάλυφο (ι) (α) ρουραἰ ε CPHerm.45.6.
[κ], ον,
A uncovered, κεφαλή Ph.1.141 (s.v.l.); ἀ. αἰγιαλός land cultivable only when the water receded, BGU640, CPR 32.7 (s. v.l.); ὀψ[ί]μως ἀποκάλυφο (ι) (α) ρουραἰ ε CPHerm.45.6.