ἀποκολλάω
English (LSJ)
A unglue, dissolve, Gal.18(1).481 (Pass.): metaph., σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον, Eun.Hist.p.264D.; strip off, τί τινος Eust.854.33.
A unglue, dissolve, Gal.18(1).481 (Pass.): metaph., σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον, Eun.Hist.p.264D.; strip off, τί τινος Eust.854.33.