ἀγλαέθειρος

Revision as of 17:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A bright-haired, h.Pan.5.

German (Pape)

[Seite 16] θεός, Pan, H. Hymn. 18, 5, herrlich gelockt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαέθειρος: -ον, ὁ ἔχων στιλπνὴν τρίχα, κόμην, χρυσομάλλης, Ὕμ. Ὁμ. 18. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la brillante chevelure.
Étymologie: ἀγλαός, ἔθειρα.

Spanish (DGE)

-ον
de espléndida cabellera Πᾶν' ... θεὸν ἀγλαέθειρον h.Pan.5.

Greek Monotonic

ἀγλαέθειρος: -ον (ἔθειρα), ξανθόμαλλος, χρυσομάλλης, σε Ομηρ. Ύμν.