ἀγροφύλαξ

Revision as of 17:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A guardian of the country, APl.4.243 (Antist.), PRein.48 (ii A.D.), PLond.403.11 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγροφύλαξ: [ῠ], ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς ἀγρούς, Ἀνθ. Πλαν. 243.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien des champs.
Étymologie: ἀγρός, φύλαξ.

Spanish (DGE)

-ᾰκος, ὁ

• Prosodia: [-ῠ-]
guardián de los camposde una estatua de Príapo AP 16.243 (Antist.)
en Egipto n. de un oficial de policía PRein.48.4 (II d.C.), PIFAO 3.36.5 (III d.C.), οἱ τέσσαρες ἀγροφύλακες ὁρίων κώμης Τερτεμβύθεως CPR 17A.16.15 (IV d.C.), ἀγροφυλάκων τῆς κώμης ... τὴν τῶν προβάτων ... ἀπελασίαν ἀναζητούντων PAbinn.49.11 (IV d.C.), τοῖς ἀγροφύλαξ (ι) τοῦ μεγάλου εἰρηναρχείου POxy.141.4 (VI d.C.), cf. PFlor.359.5 (VI d.C.), PSI 954.55 (VI d.C.), POxy.3869.5 (VI/VII d.C.).

Greek Monotonic

ἀγροφύλαξ: [ῠ], ὁ, φύλακας των αγρών, σε Ανθ.