ἀδερκής

Revision as of 17:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές,

   A unseen, inuisible, AP11.372 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδερκής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, Ἀνθ. Π. 11. 372.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non vu ; invisible.
Étymologie: ἀ, δέρκομαι.

Spanish (DGE)

-ές
invisible αὔρη AP 11.372 (Agath.), φήμη Pamprepius 1ue.2
neutr. plu. subst. ὄφρα κε δερκομένοισιν ἀδερκέα φῶτες ἕλωσι Gr.Naz.M.37.1556.

Greek Monotonic

ἀδερκής: -ές (δέρκομαι), αφανής, αόρατος, σε Ανθ.