ἀγρόμενος

Revision as of 17:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 24] s. ἀγείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρόμενος: συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. syncopé de ἀγείρω.

English (Autenrieth)

see ἀγείρω.

Greek Monotonic

ἀγρόμενος: Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ἀγείρω.