ἀγχίπορος

Revision as of 17:18, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A passing near, always near, κόλακες AP10.64 (Agath.); simply, neighbouring, Nonn.D.5.38,al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient auprès, qui accompagne.
Étymologie: ἄγχι, πόρος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 que acompaña a todas partes κόλακες AP 10.64 (Agath.).
2 cercano, próximo ἀγχιπόροις δὲ ἔχραε Τεμμίκεσσι Nonn.D.5.38.

Greek Monotonic

ἀγχίπορος: -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται πάντοτε κοντά, σε Ανθ.