ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.
ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.
ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.