ἀγκομίζω

Revision as of 17:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.

English (Slater)

ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.

Greek Monotonic

ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.