ἀδήϊος

Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

contr. ἀδῆος, Dor. ἀδάϊος, ον,

   A unmolested, unravaged, ἀδῇον . . σπαρτῶν ἀπ' ἀνδρῶν S.OC1533: of persons, not harmed, A.R. 4.647.

German (Pape)

[Seite 33] Ap. Rh. 4, 647, wie ἀδῇος, Soph. O. C. 1536, unangefeindet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδήϊος: συνῃρ. ἀδῇος, Δωρ. ἀδάϊος, ον, ὁ μὴ προσβεβλημένος, μὴ κατεστραμμένος, ἀδῇον. σπαρτῶν ἀπ’ ἀνδρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1533· ἐπὶ προσώπων, οὐχὶ ἐχθρικός, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 647.

French (Bailly abrégé)

p. contr. ἀδῇος, ος, ον :
non dévasté, à l’abri des ravages : ἀπό τινος SOPH de qqn.
Étymologie: ἀ, δαίω.

Greek Monotonic

ἀδήϊος: συνηρ. ἀ-δῇος, -ον, απρόσβλητος, αυτός που δεν έχει καταστραφεί, σε Σοφ.