αἴκε
English (LSJ)
αἴκεν, poet. and Dor. for ἐάν.
Greek (Liddell-Scott)
αἴκε: αἴκεν, Ποιητ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἐὰν.
Greek Monotonic
αἴκε: αἴκεν, ποιητ. και Δωρ. αντί ἐάν.
αἴκεν, poet. and Dor. for ἐάν.
αἴκε: αἴκεν, Ποιητ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἐὰν.
αἴκε: αἴκεν, ποιητ. και Δωρ. αντί ἐάν.