ἀκωμῴδητος

Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A not ridiculed. Adv. -τως Luc.VH1.2

Greek (Liddell-Scott)

ἀκωμῴδητος: -ον, ὁ μὴ ἐμπαιζόμενος ἢ ἐμπαιχθείς. - Ἐπίρρ. -τως, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱϛ. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est pas raillé sur la scène.
Étymologie: ἀ, κωμῳδέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκωμῴδητος, -ον) κωμῳδῶ
αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, ο αγελοιοποίητος.

Greek Monotonic

ἀκωμῴδητος: -ον (κωμῳδέω), αυτός που δεν διακωμωδείται, δεν γελοιοποιείται· επίρρ. -τως, σε Λουκ.