ἀκωμῴδητος
English (LSJ)
ον,
A not ridiculed. Adv. -τως Luc.VH1.2
Greek (Liddell-Scott)
ἀκωμῴδητος: -ον, ὁ μὴ ἐμπαιζόμενος ἢ ἐμπαιχθείς. - Ἐπίρρ. -τως, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱϛ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’est pas raillé sur la scène.
Étymologie: ἀ, κωμῳδέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκωμῴδητος, -ον) κωμῳδῶ
αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, ο αγελοιοποίητος.
Greek Monotonic
ἀκωμῴδητος: -ον (κωμῳδέω), αυτός που δεν διακωμωδείται, δεν γελοιοποιείται· επίρρ. -τως, σε Λουκ.