ἁμαρτίνοος

Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A erring in mind, distraught, Hes.Th.511, Sol.22.2, A.Supp.542 (lyr.), Rhian.1.1.

German (Pape)

[Seite 117] sinnverwirrt, Hes. Th. 511; Aesch. Suppl. 537; Rhian. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτίνοος: -ον, ὁ ἔχων νοῦν ἁμαρτάνοντα, σφαλλόμενον ἢ παραπαίοντα, Ἡσ. Θ. 511, Σόλων 22. 2, Αἰσχύλ. Ἱκ. 542 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
à l’esprit égaré, éperdu.
Étymologie: ἁμαρτάνω, νόος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰμαρτῐ-]
de mente errada o extraviada o equivocada Ἐπιμηθεύς Hes.Th.511, ἡγεμών Sol.18.2, Ἰώ A.Supp.542, πάντες ἁμαρτίνοοι πελόμεσθα ἄνθρωποι Rhian.1.1, de los discípulos de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.6.61
c. connotación moral, de los fariseos, Nonn.Par.Eu.Io.1.24, 7.32.

Greek Monotonic

ἁμαρτίνοος: -ον (ἁμαρτάνω), αυτό που σφάλλει νοητικά, που βρίσκεται σε νοητική σύγχυση, σε Ησίοδ. κ.λπ.