ἀναδέξαι
English (LSJ)
A v. ἀναδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδέξαι: ἴδε ἐν λ. ἀναδείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. ion. de ἀναδείκνυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀναδείκνυμι.
Greek Monotonic
ἀναδέξαι: Ιων. αντί -δεῖξαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδείκνυμι.