ἀμφιτιττυβίζω

Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A twitter or chirp around, Ar.Av.235.

German (Pape)

[Seite 145] umzwitschern, Ar. Av. 236.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτιττῠβίζω: τσυτσυρίζω ὁλόγυρα, ἐπὶ πτηνῶν, ἰδίως τῆς χελιδόνος, κατ’ ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 235. Ἴδε τιττυβίζω.

French (Bailly abrégé)

gazouiller autour.
Étymologie: ἀμφί, τιττυβίζω.

Spanish (DGE)

(ἀμφιτιττῠβίζω) piar en torno ἡδομένᾳ φωνᾷ Ar.Au.235.

Greek Monolingual

ἀμφιτιττυβίζω (Α)
(για πουλιά) τιτιβίζω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τιττυβίζω].

Greek Monotonic

ἀμφιτιττῠβίζω: μέλ. -σω, κελαηδώ ή τιτιβίζω ολόγυρα, σε Αριστοφ.