[Seite 448] aor. sync. zu βάλλω, = βληθείης, Il. 13, 288.
2ᵉ sg. opt. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.
see βάλλω.
βλεῖο: Επικ. βʹ ενικ. ευκτ. Παθ. αορ. βʹ του βάλλω.