ἔσσυο

Revision as of 18:39, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἔσσῠτο, 2, 3sg. plpf., or Ep. aor. 2 Pass. of σεύω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. ao.2 Moy. poét. de σεύω.

Greek Monotonic

ἔσσῠο: -το, βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. ή Επικ. Παθ. αορ. βʹ του σεύω.