ἔσσῠτο, 2, 3sg. plpf., or Ep. aor. 2 Pass. of σεύω.
2ᵉ sg. ao.2 Moy. poét. de σεύω.
ἔσσῠο: -το, βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. ή Επικ. Παθ. αορ. βʹ του σεύω.