εὐβλέφαρος

Revision as of 18:46, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful eyelids, Δίκη AP14.122.

German (Pape)

[Seite 1058] mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).

Greek (Liddell-Scott)

εὐβλέφᾰρος: -ον, ἔχων ὡραῖα βλέφαρα, Ἀνθ. Π. 14. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles paupières, aux beaux yeux.
Étymologie: εὖ, βλέφαρον.

Greek Monolingual

εὐβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.

Greek Monotonic

εὐβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.