διέρρωγα
English (LSJ)
A v. διαρρήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. διαρρήγνυμι.
Greek Monotonic
διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.
A v. διαρρήγνυμι.
διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.
v. διαρρήγνυμι.
διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.