διέρρωγα

Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. διαρρήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. διαρρήγνυμι.

Greek Monotonic

διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.