θορεῖν
German (Pape)
[Seite 1215] aor. II. zu θρώσκω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de θρῴσκω.
Greek Monotonic
θορεῖν: απαρ. αορ. βʹ του θρῴσκω· -θόρε, Επικ. αντί ἔθορε, γʹ ενικ.
[Seite 1215] aor. II. zu θρώσκω.
inf. ao.2 de θρῴσκω.
θορεῖν: απαρ. αορ. βʹ του θρῴσκω· -θόρε, Επικ. αντί ἔθορε, γʹ ενικ.