ὀδμή, older forms of ὀσμάομαι, ὀσμή (q.v.).
[Seite 293] wie ὀσμάομαι, riechen, wittern, spüren; Democrit. bei S. Emp. adv. math. 7, 139; Nic. Ther. 47 u. a. Sp.
ὀδμάομαι: ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ὀσμάομαι, ὃ ἴδε.
ὀδμάομαι: αρχ. τύπος του ἀσμάομαι.