πολυτέχνης

Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, ὁ,

   A skilled in divers arts, Ἥφαιστος Sol.13.49.

German (Pape)

[Seite 674] ὁ, der sich auf viele Künste Verstehende, Hephästus, Sol. 5, 49.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτέχνης: -ου, ὁ, ὁ ἐν πολλαῖς τέχναις ἠσκημένος, Σόλων 12. 49.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
habile en beaucoup d’arts.
Étymologie: πολύς, τέχνη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].

Greek Monotonic

πολῠτέχνης: -ου, ὁ, επιδέξιος σε διάφορες τέχνες, σε Σόλωνα.