πλάξιππος

Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. πλήξιππος. πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 625] dor. statt πλήξιππ ος, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.

English (Slater)

πλάξιππος, -ον
   1 chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος.

Greek Monotonic

πλάξιππος: -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.