εὐμίσητος

Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ι], ον,

   A well-hated, in Sup., X.Cyr.3.1.9, Longin.Rh. p.198 H.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμίσητος: ῑ, ον, ἀξιομίσητος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, ἐν τῷ Ὑπερθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait détestable;
Sp. εὐμισητότατος.
Étymologie: εὖ, μισέω.

Greek Monotonic

εὐμίσητος: [ῑ], -ον, αξιομίσητος, σε Ξεν.