Dor. for προσερίζω.
ποτερίσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ προσερίζω, Θεόκρ. 5. 60.
Α(δωρ. τ.) βλ. προσερίζω.
ποτερίσδω: Δωρ. αντί προσ-ερίζω.