ποτερίσδω

Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Dor. for προσερίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτερίσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ προσερίζω, Θεόκρ. 5. 60.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. προσερίζω.

Greek Monotonic

ποτερίσδω: Δωρ. αντί προσ-ερίζω.