διεπρᾰθ-όμην,
A v. διαπέρθω.
διέπρᾰθον: διεπρᾰθόμην, ἴδε ἐν λ. διαπέρθω.
v. διαπέρθω.
see διαπέρθω.
διέπρᾰθον: -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.