ἐνιπρῆσαι
English (LSJ)
Ep. for ἐμπρ-,
A v. ἐμπίμπρημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπρῆσαι: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπρ-, ἴδε ἐν λ. ἐμπίπρημι.
Greek Monotonic
ἐνιπρῆσαι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του ἐμπίπρημι.
Ep. for ἐμπρ-,
A v. ἐμπίμπρημι.
ἐνιπρῆσαι: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπρ-, ἴδε ἐν λ. ἐμπίπρημι.
ἐνιπρῆσαι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του ἐμπίπρημι.