κατευωχέομαι

Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A feast and make merry on, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Hdt. 1.216, cf. 3.99, Str.3.3.7; βοῦν Plu.2.363c.    2 later in Act., feast, entertain, τινα J.AJ11.6.1:—Pass., ib.6.1.3, al.

Greek (Liddell-Scott)

κατευωχέομαι: ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., παρέχω εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se régaler.
Étymologie: κατά, εὐωχέω.

Greek Monotonic

κατευωχέομαι: αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.