ὑπώρορε

Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. ὑπόρνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώρορε: ἴδε ἐν λ. ὑπόρνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. épq. de ὑπόρνυμι.

English (Autenrieth)

see ὑπόρνῦμι.

Greek Monotonic

ὑπώρορε: γʹ ενικ. παρακ., αμτβ. του ὑπ-όρνυμι.