πλατύρροος

Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

contr. πλατύρρους, ουν,

   A broad-flowing, Νεῖλος A.Pr.852.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ὁ ἔχων πλατὺ ῥεῦμα, εὐρύς, Νεῖλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 852.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.

Greek Monotonic

πλᾰτύρροος: συνηρ. -ρους, -ουν, αυτός που έχει πλατύ ρέμα, σε Αισχύλ.