λόγχιμος

Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.

Greek Monolingual

λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.