διέσσυτο

Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

v. sub διασεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. διασεύω.

French (Bailly abrégé)

v. διασεύομαι.

English (Autenrieth)

see διασεύομαι.

Greek Monotonic

διέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του διασεύομαι.