ὄμπνη
English (LSJ)
ἡ,
A food, bread-corn, Διόνυσον ὄμπνῃ συντίθησιν Sosith.2.11 (cj. Herm. for δαίνυσι τ' ἔμπης, dub.) : in pl. ὄμπναι, cakes of meal and honey, sacrificial cakes, Call. Fr.123, 268 ; πολυωπέας ὄμπνας honeycombs, Nic.Al.450 (ὄμπας codd. opt. and Sch.). (The form ὄμπη is found in Nic. l.c., AB287, Hsch., Phot., EM625.52.) II ὄμπνη· τροφή, εὐδαιμονία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, die Nahrung, τροφή, VLL. u. Schol., bes. die aus Feldfrüchten, VLL.; für Getreide braucht es Lycophr. 621; in Griechenland bes. Weizen u. Gerste; – ὄμπναι sind auch die mit Honig zu Opferkuchen zubereiteten Feldfrüchte, bes. Weizen, Poll. 1, 28; – Nic. Al. 450 nennt die Honigwaben der Bienenstöcke πολυωπέας ὄμπνας. Die Wurzel des Wortes scheint οπ, ops, womit auch ὄφελος, ὀφέλλω zusammenhangen mögen, so daß der Grundbegriff Fruchtbarkeit, Segen, Gedeihen ist. Die Ableitung einiger Alten von ἀμπνέω, weil man essen müsse, um athmen, leben zu können, ist unstatthaft.
Greek (Liddell-Scott)
ὄμπνη: ἡ, ὁ πρὸς τροφὴν δημητριακὸς σῖτος, Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 621, (ἔνθα ὁ Λυκόφρ. ἔχει: ὄμπνιον στάχυν) Σωσίθεος ἐν Ἑρμάνν. Πονηματ. 1. 55 ἐν τῷ πληθ. ὄμπναι, πλακούντια ἐξ ἀλεύρου καὶ μέλιτος, πλακούντια τῶν θυσιῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 123, 268 πολυωπέας ὄμπνιας, κηρήθρας, Νικ. Ἀλεξιφ. 450. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν καὶ διὰ τοῦ εὐδαιμονία. - Ὁ τύπος ὄμπη (Α. Β. 287, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ.) φαίνεται ἡμαρτημένος. - Ἐντεῦθεν τὰ ἐπίθετα ὄμπνιος (ὃ ἴδε) καὶ ὀμπνηρὸς Ἡσύχ.· ὀμπνιακὸς Ἀνθ. Π. 9. 707· ὀμπνικὸς Σουΐδ. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ ἄφενος, Λατ. ops, opulentus, opimus, opiparus, ἅτινα πάντα ἔχουσι τὴν κοινὴν ἔννοιαν τῆς ἀφθονίας καὶ αὐξήσεως).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fruits de la terre, blé, froment.
Étymologie: DELG skr ápnas- « gain, richesse », lat. ops.
Greek Monotonic
ὄμπνη: ἡ, τροφή, σιτηρό.