τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας,
A v. τρίζω.
τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,
see τρίζω.
τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.