τετρίγει

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας,

   A v. τρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,

English (Autenrieth)

see τρίζω.

Greek Monotonic

τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.