πόλεων
English (LSJ)
gen. pl. of πόλις:—but πολέων, Ion. gen. pl. of πολύς.
Greek (Liddell-Scott)
πόλεων: γεν. πληθ. τοῦ πόλις· ― ἀλλὰ πολέων, Ἰων. γεν. πληθ. τοῦ πολύς.
French (Bailly abrégé)
gén. pl. de πόλις.
Greek Monotonic
πόλεων: γεν. πληθ. του πόλις. II. πολέων, Ιων. αντί πολλῶν, γεν. πληθ. του πολύς.