σχόμενος

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. ἔχω. σχονθύλλω, = τονθορύζω, Hsch. σχῦρ, ὁ, = χήρ, hedgehog, Id. σχῶ, σχῶμεν, σχών, v. ἔχω. σῶ, v. σάω, σήθω. σῷ, Att. contr. for σῶοι. σωάδδει, v. σῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

σχόμενος: σχοῦ, ἴδε ἐν λ. ἔχω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 Moy. de ἔχω.

English (Autenrieth)

see ἔχω.

Greek Monotonic

σχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του ἔχω· προστ. σχοῦ.