κύθρα

Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρίς, κυθρόκαυλος, κυθρόπους, κύθρος, Ion. and later Greek for χύτρ- (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κύθρα: κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.

Greek Monolingual

κύθρα, ἡ (AM)
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας].

Greek Monotonic

κύθρα: κύθρος, Ιων. αντί χύτρα, χύτρος.