poet. and Ion. for ἀνερύω.
[Seite 220] ion. u. poet. für ἀνερύω.
ἀνειρύω: ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀνερύω.
ion. et dor. c. ἀνερύω.
v. ἀνερύω.
ἀνειρύω (Α)ανερύω.
ἀνειρύω: ποιητ. και Ιων. αντί ἀν-ερύω.