A v. βαίνω.
βεβάμεν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
inf. pf.2 épq. de βαίνω.
βεβάμεν: [ᾰ], συγκεκ. τύπος αντί βεβήκαμεν, αʹ πληθ. παρακ. του βαίνω· ομοίως, βεβάναι αντί βεβηκέναι, βεβαώς αντί βεβηκώς.