ἄστακτος
English (LSJ)
ον,
A = ἀσταγής II, E.IT1242 (lyr.), Orph.Fr.47.
German (Pape)
[Seite 374] nicht tröpfelnd, sondern reichlich fließend, ὕδωρ Eur. I. T 1242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coule abondamment litt. non goutte à goutte.
Étymologie: ἀ, στάζω.
Spanish (DGE)
-ον
que fluye constantemente ὕδατα E.IT 1242, cf. Hsch.α 7815.
Greek Monolingual
ἄστακτος, -ον (Α)
βλ. ἄσταχτος.
Greek Monotonic
ἄστακτος: αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.