ἄστακτος

Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A = ἀσταγής II, E.IT1242 (lyr.), Orph.Fr.47.

German (Pape)

[Seite 374] nicht tröpfelnd, sondern reichlich fließend, ὕδωρ Eur. I. T 1242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coule abondamment litt. non goutte à goutte.
Étymologie: ἀ, στάζω.

Spanish (DGE)

-ον
que fluye constantemente ὕδατα E.IT 1242, cf. Hsch.α 7815.

Greek Monolingual

ἄστακτος, -ον (Α)
βλ. ἄσταχτος.

Greek Monotonic

ἄστακτος: αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.