σχεῖν
German (Pape)
[Seite 1054] inf. aor. zu ἔχω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ἔχω.
English (Autenrieth)
see ἔχω.
Greek Monotonic
σχεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.
[Seite 1054] inf. aor. zu ἔχω.
inf. ao.2 de ἔχω.
see ἔχω.
σχεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.