ξενότιμος

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A honouring strangers, A.Eu.547 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde ehrend, Aesch. Eum. 547.

Greek (Liddell-Scott)

ξενότῑμος: -ον, ὁ τιμῶν τοὺς ξένους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 546.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui honore les hôtes ou les étrangers.
Étymologie: ξένος, τιμάω.

Greek Monolingual

ξενότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό-τιμος].

Greek Monotonic

ξενότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που προσφέρει τιμές σε ξένους, σε Αισχύλ.