A v. στέαρ. στῆρα· τὰ λίθινα πρόθυρα, Hsch.
[Seite 942] τό, gen. στητός, zsgzgn statt στέαρ, Talg.
στῆρ: συνῃρ. ἀντὶ τοῦ στέαρ, ὡς κῆρ ἀντὶ κέαρ.
-ητός, Αβλ. στέαρ.
στῆρ: στῆτος, τό, συνηρ. αντί στέαρ, όπως το κῆρ αντί κέαρ.