ἱκέτις

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

(parox.), ιδος, ἡ, fem. of ἱκέτης, Hdt.4.165, 9.76, A.Supp.350,428 (both lyr.), S.OT 920, IG4.951.4 (Epid.), A.R.4.743, etc.

German (Pape)

[Seite 1248] ιδος, ἡ, fem. zu ἱκέτης; πρὸς σὲ ἱκέτις ἀφῖγμαι Soph. O. R. 920; Aesch. Suppl. 345; sp. D., Mel. 32 (XII, 19); in Prosa, τινός, Her. 4, 165.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκέτις: ῐ, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἱκέτης, Ἡρόδ. 4. 165., 9. 76, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 349, 429, Σοφ. Ο. Τ. 920 κτλ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
adj. f.
suppliante.
Étymologie: fém. de ἱκέτης.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱκέτις)
βλ. ικέτης.

Greek Monotonic

ἱκέτις: [ῐ], -ιδος, ἡ, θηλ. του ἱκέτης, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.