ἄποπτος
English (LSJ)
ον, (ἀπόψομαι)
A seen or to be seen from a place, ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40, cf. Arr.Ind.4.7; ἐν ἀπόπτω ἔχειν in a conspicuous place, Id.An.2.10.3; ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι J.AJ13.14.2, etc. II out of sight of, far away from, τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT762; ἄποπτος ἡμῶν Id.El.1489: abs., Far away, ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν Id.Ph.467; ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax. 369a; τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής Plu.Eum.15; οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149S., Piet.27, cf. Gal.4.628. 2 dimly seen, S.Aj.15. 3 out of sight, ἐν ἀπόπτω τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54; ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες Id.6.14.