ὑπέδεκτο

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Ep. 3sg. aor. 2 of ὑποδέχομαι (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέδεκτο: Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ὑποδέχομαι, Ὁμ. Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Β. 387, κλπ.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 Pass. de ὑποδέχομαι.

English (Autenrieth)

see ὑποδέχομαι.

Greek Monotonic

ὑπέδεκτο: Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ του ὑποδέχομαι.