πολιτηΐη

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for πολιτεία.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, ion. = πολιτεία.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολιτεία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. βλ. πολιτεία.

Greek Monotonic

πολῑτηΐη: ἡ, Ιων. αντί πολιτεία.