Παράλιον

Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

Παράλιον: τό, ἡρῷον (δηλ. ἱερὸν) τοῦ ἥρωος Παράλου, Δημ. 1191. 25.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sanctuaire du héros attique Paralos.

Greek Monotonic

Παράλιον: τό, μικρό ιερό του ήρωα Παράλου, σε Δημ.