A v. ἐπαλάομαι.
ἐπᾰληθείς: ἴδε ἐν λ. ἐπαλάομαι.
εῖσα, έν;part. ao. de ἐπαλάομαι.
see ἐπαλάομαι.
ἐπᾰληθείς: μτχ. αορ. αʹ του ἐπαλάομαι· -ἀληθῇ, γʹ ενικ. υποτ.